ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουντιάζω (ρ.) πουντιάζω [pun'dʝazo] Μαλακ. μποντιάζω [bonˈdʝazo] Αξ. Από το νεότ. ουσ. πούντα = πλευρίτιδα (Λεξ. Σομ.) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. punta = πνευμονία.
Κρυώνω, παθαίνω πνευμονία ό.π.τ. : Κάτ'σ̑ες γαρσ̑ού 'ς μπογάζ' και μπόντιασες (Έκατσες μέσα στο ρεύμα και πούντιασες) Αξ. -Παυλίδ.