πούμα
(ουσ. ουδ.)
πούμα
[ˈpuma]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
πούμbα
[ˈpumba]
Ανακ., Μισθ., Σίλατ.
Γεν.
πουμάτ'
[puˈmat]
Τελμ.
πούμαγιου
[ˈpumaʝu]
Ουλαγ.
Αρσ.
πούμπος ο
[ˈpumbos]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. ποῦμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πῶμα.
1. Πώμα, επικάλυμμα
ό.π.τ.
:
Χέκι ντου πούμα σου τόπου τ'
(Βάλε το πώμα στη θέση του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
φαράκα :1
2. Λίθινος δίσκος ως κάλυμμα του ταντουρίου
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ.
:
Τουνdουριοῦ ντου π͑ούμα
(Kάλυμμα του ταντουριού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μι το πούμbα το έκλειζαμ'
(Με το πώμα το κλείναμε, ενν. το ταντούρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812