ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πούμα (ουσ. ουδ.) πούμα [ˈpuma] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. πούμbα [ˈpumba] Ανακ., Μισθ., Σίλατ. Γεν. πουμάτ' [puˈmat] Τελμ. πούμαγιου [ˈpumaʝu] Ουλαγ. Αρσ. πούμπος ο [ˈpumbos] Σινασσ. Νεότ. ουσ. ποῦμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πῶμα.
1. Πώμα, επικάλυμμα ό.π.τ. : Χέκι ντου πούμα σου τόπου τ' (Βάλε το πώμα στη θέση του) Μισθ. -Κοτσαν. Πβ. φαράκα :1
2. Λίθινος δίσκος ως κάλυμμα του ταντουρίου Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ. : Τουνdουριοῦ ντου π͑ούμα (Kάλυμμα του ταντουριού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μι το πούμbα το έκλειζαμ' (Με το πώμα το κλείναμε, ενν. το ταντούρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812