πουπουδίτσα
(ουσ. θηλ.)
πουπουδίτσα
[pupu'ðitsa]
Μαλακ.
πουπουρίτσα
[pupu'ritsa]
Αραβαν.
πουπουρίdζα
[pupu'ridza]
Αραβαν.
πουπουίτσα
[pupu'itsa]
Αξ., Μισθ.
μπουbουίτσα
[bubu'itsa]
Μισθ.
π͑ουπ͑ουίτσα
[pʰupʰu'itsa]
Μισθ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. bubu = τσαλαπετεινός (Redhouse) και το παραγωγ. επίθ. -ίτσα.
2. Μτφ., γυναίκα κακορρίζικη
Μισθ.