ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουπουδίτσα (ουσ. θηλ.) πουπουδίτσα [pupu'ðitsa] Μαλακ. πουπουρίτσα [pupu'ritsa] Αραβαν. πουπουρίdζα [pupu'ridza] Αραβαν. πουπουίτσα [pupu'itsa] Αξ., Μισθ. μπουbουίτσα [bubu'itsa] Μισθ. π͑ουπ͑ουίτσα [pʰupʰu'itsa] Μισθ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. bubu = τσαλαπετεινός (Redhouse) και το παραγωγ. επίθ. -ίτσα.
1. Tσαλαπετεινός ό.π.τ. Συνών. ιπουπούκα
2. Μτφ., γυναίκα κακορρίζικη Μισθ.