ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουρτσούκι (ουσ. ουδ.) Πληθ. πουρτσούκια [purˈtsuca] Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. porsuk/ pörsük = α) χαλαρός β) πεπαλαιωμένος γ) διαλεκτ., μπλεγμένος δ) απεριποίητος (Tietze 2019: porsuk I, THADS, λ. porsuk I).
Ανακατωμένα μαλλιά : Να σιγατήσεις τα πουρτσούκια σ’ (Να χαϊδέψεις τα ανακατωμένα μαλλιά σου, δηλ., να τα χτενίσεις με το χέρι σου) Σινασσ. -Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025