πουστιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
π͑ουστιέσιμα
[pʰustiˈesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. πουστιέω, και παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Κρύψιμο
Συνών.
κρύψιμο, μούλλωμα :1