πουτραχίτσα
(ουσ. θηλ.)
πουτραχι̂́τσα
[putra'xɯtsa]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. putrak ή puturak = είδος λεπτού αγκαθωτού χόρτου (THADS, λ. puturak I, putrak) και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα. Πβ. και τουρκ. ουσ. pıtrak = ξάνθιο το αγκαθωτό, ασπράγκαθο, όπου και τύπ. pıtrah.
Αγριόχορτο για ζώα