πουσλούχ
(ουσ. ουδ.)
πουσλούχ
[pus'lux]
Μισθ., Τροχ.
π͑ουσλούχ
[pʰus'lux]
Ανακ., Μισθ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. pusluk = α) ομίχλη β) αχλύς, θολούρα γ) οφθαλμαπάτη (CTLS, σ. 458).
Ομίχλη
ό.π.τ.