πούσουλα
(ουσ.)
πούσουλα
[ˈpusula]
Αξ., Φλογ.
π͑ούσουλα
[ˈpʰusula]
Μισθ.
πούσ'λα
[ˈpusla]
Μαλακ., Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. πούσουλας, το οπ. από το τουρκ. (< ιταλ.) ουσ. pusula = α) πυξίδα β) σημείωμα. Πβ. το κοινό (ήδη μεσν.) μπούσουλας < ιταλ. bussola. Πβ. τουρκ. pusοla, όπου και τύπ. pusula και pusla (Tietze 2018: λ. pusola).
1. Μικρή επιστολή, σημείωμα
ό.π.τ.
:
Έπαρε τα το πούσ'λα, και σ̑ύρε ένα σπίτσ̑
(Πάρε την επιστολή και πήγαινε σε ένα σπίτι)
Τελμ.
-Dawk.
2. Άδεια
Μισθ., Φλογ.
:
Ύστερα παίρισ̑καμ’ πούσουλα ασ’ αγάδες
(Ύστερα παίρναμε άδεια από τους δεκατιστές)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Ρυθμός, τρόπος ζωής
Αξ.
:
Χάσεν τ' πούσουλα τ'
(Έχασε τον μπούσουλα, δηλ. τον ρυθμό της ζωής του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.