πούχωμα
(ουσ. ουδ.)
πούχουμα
[ˈpuxuma]
Μισθ.
μούχωμα
[ˈmuxoma]
Ανακ.
μούχουμα
[ˈmuxuma]
Μισθ.
Από το ρ. πουχώνω, όπου και τύπ. μουχώνω, και το παραγωγ. επίθμ -μα.
Ενταφιασμός
ό.π.τ.
:
Tι σαγάτ να γενεί ντου μούχουμα τ’;
(Τι ώρα θα γίνει ο ενταφιασμός του;)
Μισθ.
-Κοτσαν.