ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πούχωμα (ουσ. ουδ.) πούχουμα [ˈpuxuma] Μισθ. μούχωμα [ˈmuxoma] Ανακ. μούχουμα [ˈmuxuma] Μισθ. Από το ρ. πουχώνω, όπου και τύπ. μουχώνω, και το παραγωγ. επίθμ -μα.
Ενταφιασμός ό.π.τ. : Tι σαγάτ να γενεί ντου μούχουμα τ’; (Τι ώρα θα γίνει ο ενταφιασμός του;) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024