πουχώνω
(ρ.)
πουχώνω
[puˈxono]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
πουχώνου
[puˈxonu]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
π͑ουχώνου
[pʰuˈxonu]
Σίλ.
μουχώνω
[muˈxono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
'μουχώνου
[muˈxonu]
Δίλ., Μισθ.
μουκώνω
[muʹkono]
Φλογ.
χουμώνω
[xuˈmono]
Σίλατ., Σινασσ.
Παρατατ.
'πούχωνα
[ˈpuxona]
Μισθ.
'π͑ούχωνα
[ˈpˈʰuxona]
Σίλ.
'πούχουνα
[ˈpuxuna]
Μισθ.
μούχωνα
[ˈmuxona]
Μισθ.
Αόρ.
'πούχωσα
[ˈpuxosa]
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Φλογ.
'πούχουσα
[ˈpuxusa]
Μισθ.
'πίχωσα
[ˈpixosa]
Τελμ.
μούχωσα
[ˈmuxosa]
Ανακ., Σίλατ., Τσαρικ., Φλογ.
μούχουσα
[ˈmuxusa]
Μαλακ., Μισθ.
βούχωσα
[ˈvuxosa]
Αραβ.
μπρούχωσα
[ˈbruxosa]
Σατ.
Υποτ.
'πουχώσω
[puˈxoso]
Φλογ.
'πουχώσου
[puˈxosu]
Σίλ.
μουχώσου
[muˈxosu]
Μισθ.
Προστ.
μούχω
[ˈmuxo]
Ανακ., Φλογ.
Παθ.
'πουχούμι
[puˈxumi]
Μισθ.
Αόρ.
μουχώθα
[xuˈmoθa]
Μισθ.
χουμώθα
[xuˈmoθa]
Σινασσ.
Μτχ.
'πουχωμένο
[puxoˈmeno]
Αραβαν.
'πουχωμένου
[puxoˈmenu]
Μισθ.
'πουχουμένου
[puxuˈmenu]
Μισθ.
μουχωμένο
[muxoˈmeno]
Τροχ.
μουχουμένου
[muxuˈmenu]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. ἀποχώννυμι = φράζω κάτι συσσωρεύοντας χώμα. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀποχώνω. Οι τύπ. με αρκτ. μ- ίσως με επίδρ. του μουλλὠνω. Πβ. ποντ. ποχώνω.
1. Ενταφιάζω, θάβω
ό.π.τ.
:
Αν ντου φσ̑άχ' πεθάνισ̑κεν gιοπρέ, σ̑άνουμ' ένα γούπα σο π͑αχτσ̑ά τσ̑ι πούχωναμ' ντου
(Αν το παιδί πέθαινε αβάφτιστο, κάνουμε μιά γούβα στον κήπο και το θάβαμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'τουν βγαίνιξαν όξου...τσ̑όι παίνιξαν 'πούχουνάν του
(Όταν έβγαιναν έξω, τότε πήγαιναν και το έθαβαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ψάλισ̑κιν ντου ο παπάς τσ̑ι ξανά μούχωνάν ντου
(Τον έψελνε ο παπάς και τον ξανάθαβαν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το χ̑άνατος 'πούχωσαμ' ντο
(Τον νεκρόν τον θάψαμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μούχουσαμ' ντου χαμένου
(Θάψαμε τον πεθαμένο)
-Κοτσαν.
Αμ πεθανεί, ας πεθανεί προστά μου, εγώ να το 'πουχώσω
(Αν πεθάνει, ας πεθάνει μπροστά μου, εγώ θα την θάψω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ντου χαμένου τσείδι μουχουμένου ζαάρ
(Ο νεκρός είναι θαμμένος εδώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αύριου σε τον πουχώσουσ̑ι
(Αύριο θα τον θάψουν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'τουν μουχώσ'νι ντου σάνατους, μεν έρισι σου φσ̑άχ' απάν'
(Όταν θάψουν τον νεκρό, μην έρχεσαι πάνω από το μωρό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γκομντώ :1, παραχώνω
β.
Η παθ. μτχ., πεθαμένος
Αραβαν.
2. (Παρα)χώνω, κρύβω
ό.π.τ.
:
Τα 'π͑ούχωναμ' σ̑όνι
(Τα χώναμε στο χιόνι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα λίρας 'πούχωσα τα ση χη
(Τις λίρες πού έχωσα στη γη)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Κ̒άσεν ένα κ͑ουγιούσ' και τσ̑η ναίκα τ' άσα μέσα κάτω πίχωσέν ντο
(Έσκαψε έναν λάκκο και τη γυναίκα του την έχωσε από τη μέση και κάτω στο έδαφος μέσα )
Τελμ.
-Dawk.
Χουμώθην σε κείμα 'νεμέσα, δεν μπόρ'σεν να πάγει μουτ' ομbρό μουτ' οπίσω
(Χώθηκε σε κείνα ανάμεσα. Δεν μπόρεσε να πάει ούτε μπρος ούτε πίσω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πού το μούχωσες;
(Πού το έκρυψες;)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Τέσσερα πέντε χρόνος μούκωνεν τα σες
(Για τέσσερα-πέντε χρόνια έκρυβε τη φωνή της, ενν. η νύφη δε μίλαγε στα πεθερικά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μούκωσαν σα καταφύδια
(Κρύφτηκαν στα υπόγεια καταφύγια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Να μουκώσομεν dόπος δεν έχομ'
(Δεν έχουμε μέρος να κρυφτούμε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Βρέξι, βρέξι, βρέχουμι· χιόν'σι, πουχούμι
(Βρέξε, βρέξε, βρέχομαι· χιόνισε, κρύβομαι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Μεσοπαθ., σκεπάζομαι
Μισθ.
:
Μουχώθαν απ’ τα χώματα
(Σκεπάστηκαν από τα χώματα)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ243