ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουχώνω (ρ.) πουχώνω [puˈxono] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. πουχώνου [puˈxonu] Αξ., Αραβαν., Μισθ. π͑ουχώνου [pʰuˈxonu] Σίλ. μουχώνω [muˈxono] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. 'μουχώνου [muˈxonu] Δίλ., Μισθ. μουκώνω [muʹkono] Φλογ. χουμώνω [xuˈmono] Σίλατ., Σινασσ. Παρατατ. 'πούχωνα [ˈpuxona] Μισθ. 'π͑ούχωνα [ˈpˈʰuxona] Σίλ. 'πούχουνα [ˈpuxuna] Μισθ. μούχωνα [ˈmuxona] Μισθ. Αόρ. 'πούχωσα [ˈpuxosa] Αξ., Αραβαν., Σίλ., Φλογ. 'πούχουσα [ˈpuxusa] Μισθ. 'πίχωσα [ˈpixosa] Τελμ. μούχωσα [ˈmuxosa] Ανακ., Σίλατ., Τσαρικ., Φλογ. μούχουσα [ˈmuxusa] Μαλακ., Μισθ. βούχωσα [ˈvuxosa] Αραβ. μπρούχωσα [ˈbruxosa] Σατ. Υποτ. 'πουχώσω [puˈxoso] Φλογ. 'πουχώσου [puˈxosu] Σίλ. μουχώσου [muˈxosu] Μισθ. Προστ. μούχω [ˈmuxo] Ανακ., Φλογ. Παθ. 'πουχούμι [puˈxumi] Μισθ. Αόρ. μουχώθα [xuˈmoθa] Μισθ. χουμώθα [xuˈmoθa] Σινασσ. Μτχ. 'πουχωμένο [puxoˈmeno] Αραβαν. 'πουχωμένου [puxoˈmenu] Μισθ. 'πουχουμένου [puxuˈmenu] Μισθ. μουχωμένο [muxoˈmeno] Τροχ. μουχουμένου [muxuˈmenu] Μισθ. Από το αρχ. ρ. ἀποχώννυμι = φράζω κάτι συσσωρεύοντας χώμα. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀποχώνω. Οι τύπ. με αρκτ. μ- ίσως με επίδρ. του μουλλὠνω. Πβ. ποντ. ποχώνω.
1. Ενταφιάζω, θάβω ό.π.τ. : Αν ντου φσ̑άχ' πεθάνισ̑κεν gιοπρέ, σ̑άνουμ' ένα γούπα σο π͑αχτσ̑ά τσ̑ι πούχωναμ' ντου (Αν το παιδί πέθαινε αβάφτιστο, κάνουμε μιά γούβα στον κήπο και το θάβαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'τουν βγαίνιξαν όξου...τσ̑όι παίνιξαν 'πούχουνάν του (Όταν έβγαιναν έξω, τότε πήγαιναν και το έθαβαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ψάλισ̑κιν ντου ο παπάς τσ̑ι ξανά μούχωνάν ντου (Τον έψελνε ο παπάς και τον ξανάθαβαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το χ̑άνατος 'πούχωσαμ' ντο (Τον νεκρόν τον θάψαμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μούχουσαμ' ντου χαμένου (Θάψαμε τον πεθαμένο) -Κοτσαν. Αμ πεθανεί, ας πεθανεί προστά μου, εγώ να το 'πουχώσω (Αν πεθάνει, ας πεθάνει μπροστά μου, εγώ θα την θάψω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ντου χαμένου τσείδι μουχουμένου ζαάρ (Ο νεκρός είναι θαμμένος εδώ) Μισθ. -Κοτσαν. Αύριου σε τον πουχώσουσ̑ι (Αύριο θα τον θάψουν) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'τουν μουχώσ'νι ντου σάνατους, μεν έρισι σου φσ̑άχ' απάν' (Όταν θάψουν τον νεκρό, μην έρχεσαι πάνω από το μωρό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γκομντώ :1, παραχώνω
β. Η παθ. μτχ., πεθαμένος Αραβαν.
2. (Παρα)χώνω, κρύβω ό.π.τ. : Τα 'π͑ούχωναμ' σ̑όνι (Τα χώναμε στο χιόνι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα λίρας 'πούχωσα τα ση χη (Τις λίρες πού έχωσα στη γη) Αραβαν. -ΙΛΝΕ Κ̒άσεν ένα κ͑ουγιούσ' και τσ̑η ναίκα τ' άσα μέσα κάτω πίχωσέν ντο (Έσκαψε έναν λάκκο και τη γυναίκα του την έχωσε από τη μέση και κάτω στο έδαφος μέσα ) Τελμ. -Dawk. Χουμώθην σε κείμα 'νεμέσα, δεν μπόρ'σεν να πάγει μουτ' ομbρό μουτ' οπίσω (Χώθηκε σε κείνα ανάμεσα. Δεν μπόρεσε να πάει ούτε μπρος ούτε πίσω) Σινασσ. -Αρχέλ. Πού το μούχωσες; (Πού το έκρυψες;) Σίλατ. -Χωλόπ. Τέσσερα πέντε χρόνος μούκωνεν τα σες (Για τέσσερα-πέντε χρόνια έκρυβε τη φωνή της, ενν. η νύφη δε μίλαγε στα πεθερικά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Μούκωσαν σα καταφύδια (Κρύφτηκαν στα υπόγεια καταφύγια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Να μουκώσομεν dόπος δεν έχομ' (Δεν έχουμε μέρος να κρυφτούμε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Βρέξι, βρέξι, βρέχουμι· χιόν'σι, πουχούμι (Βρέξε, βρέξε, βρέχομαι· χιόνισε, κρύβομαι) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Μεσοπαθ., σκεπάζομαι Μισθ. : Μουχώθαν απ’ τα χώματα (Σκεπάστηκαν από τα χώματα) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ243