ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραχώνω (ρ.) παραχώνω [paraˈxono] Σινασσ. παροχώνω [parοˈxono] Φάρασ. μbρουχώνω [mbruˈxono] Φάρασ. Παρατατ. μbρουχώνκα [mbruˈxoŋka] Φάρασ. Αόρ. μbρούχωσα [ˈmbruxosa] Σατ., Φάρασ. Υποτ. προχώσου [proˈxosu] Τσουχούρ. Παθ. μbρουχώθα [mbruˈxoθa] Φάρασ. Μεσν. ρ. παραχώνω, το οπ. από αρχ. παραχώννυμι. Ο τύπ. παροχώνω με αφομ. του [a] > [o].
1. Χώνω, κρύβω κάποιον ή κάτι Σινασσ. Συνών. μουχτάω, σέρνω, σοκτώ, χαχτώ
2. Θάβω ό.π.τ. : Πεγάζ̑’ το μιά γριά, μιά γιαγιά, μιά θεία του, παροχών’ το (το πηγαι (ενν. το νεκρό έμβρυο) μιά γριά, μιά γιαγιά, μιά θεία του, το θάβει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Α ’ναίκα σάμου χάθηνι, παγάσαν ντα τα προυχώσουνι (Όταν πέθανε μιά γυναίκα, πήγαν να την θάψουν) Τσουχούρ. -VLACH Σιπιδό μέρα μπρούχωσαμ’ τα (Την επόμενη μέρα τον θάψαμε) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ389 || Ασμ. Τζ̑αι σταυρώθη στ’ ’η μπρουχώθη
σε τρία ημέρες ’αρώθη
(Και σταυρώθηκε, στη γη θάφτηκε
σε τρεις μέρες αναστήθηκε)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.