παρατίζω
(ρ.)
Αόρ.
παράτ'σα
[paˈratsa]
Ουλαγ.
Πιθ. πεποιημένη λέξη κατά το σχήμα της αναδίπλωσης (Dawkins 1916: 632) με βάση το ρ. αραντίζω.
Η λ. μόνο στη φρ.
:
Παράτ’σαν ντα, αράτ’σαν ντα
(τo έψαξαν)
Ουλαγ.
-Dawk.