παραψημένος
(επίθ.)
παραψημένο
[paraˈpsimeno]
Μαλακ.
παραψ̑ημένο
[paraˈpʃimeno]
Φλογ.
Μτχ. του νεότ. ρ. παραψήνομαι (Λεξ. Σομ.).
Παραπάνω από το κανονικό ψημένο
ό.π.τ.