παρημέρα
(ουσ. θηλ.)
παρημέρα
[pariˈmera]
Γούρδ.
παλημέρις
[paliˈmeris]
Ανακ., Ποτάμ.
παλ'μέρις
[palˈmeris]
Σίλατ.
Ουδ.
παρμέν'
[parˈmen]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
παρμένια
[parˈmeɲa]
Μισθ.
Από το μεταγν. επίθ. παρήμερος = καθημερινός. Ο τύπ. παλημέρις με ανομ. υγρών και επίθμ. -ις αναλογ. προς άλλα χρον. επιρρ.
Η καθημερινή σε αντίθεση προς την ημέρα αργίας λόγω εορτής
ό.π.τ.
:
‘τον κ’ έν’ γιορτή, έν’ παλημέρις
(Όταν δεν είναι γιορτή, είναι καθημερινή)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Σήμερα δεν είν' γιορτή, είν' παλ'μέρις
(Σήμερα δεν είναι γιορτή, είναι καθημερινή)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Παρμέν’ τις να πάει νεκκλησ̑ά;
(Εργάσιμη ημέρα ποιος να πάει στην εκκλησία;)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σήμερα γιορτή 'ναι με γιόξα παρμέν' 'ναι με;
(Σήμερα είναι γιορτί ή καθημερινή;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ετό χερίφος νε γιορτή σαγτά νε παρμέν' τσαλιστά
(Αυτός ο άνθρωπος ούτε γιορτή λογαριάζει ούτε καθημερινή δουλεύει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811