ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρμάκι (ουσ. ουδ.) παρμάκ [parˈmak] Μισθ. παρμάχ̇ι [parˈmaxɯ] Φάρασ. μπαρμάχ [barˈmax] Τελμ. μπαρνάκ' [barˈnak] Τροχ. Πληθ. παρμάκια [parˈmaca] Μισθ. παρμάχα [parˈmaxa] Φάρασ. παρμαξά [parmaˈksa] Φλογ. παρναχτσ̑άδε [parnaxˈtʃaðe] Φκόσ. Από το νεότ. ουσ. παρμάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. parmak (< παλαιότ. τουρκ. barmak) = α) δάχτυλο β) ακτίνα τροχού, όπου και διαλεκτ. τύπ. barmak και barmah (TSS, λ. barmak).
1. Δάκτυλο, ως μονάδα μέτρησης μήκους Τελμ.
2. Ακτίνα τροχού Τροχ., Φάρασ.
3. Καθένα από τα δύο σανίδια μήκους περίπ. 0,30 μ. με 5-6 τρὐπες από τις οποίες περνούσαν ισάριθμα ψιλά ξύλα στερεωμένα με κλωστή για τη δημιουργία εργαλείου με το οπ. έστρωναν πάνω στο βρεγμένο καναβάτσο το μαλλί για τον κετσέ. Μισθ.
4. Κιγκλίδωμα Φκόσ., Φλογ. Συνών. διραποζόνι, κάγκελο :2