παρούτι
(ουσ. ουδ.)
παρούτ'
[paˈrut]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. παρούτιν, το οπ. από το τουρκ. barut, πιθ. αντιδάν. μέσω του αραβ./περσ. bârûd από το μεταγν. ουσ. πυρῖτις.
Μπαρούτι
Συνών.
χορτάρι