παρταχτζίνα
(ουσ. θηλ.)
παρταχτζι̂́να
[partaxˈdzɯna]
Φλογ.
παρταχτζίνα
[partaxˈdzina]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bardakçın, bardakçıl = είδος πουλιού που φτιάχνει την φωλιά σε σχήμα ποτηριού σε δέντρα ή σε πέτρινες κοιλότητες (THADS 2, λ. bardakçıl, bardakçın).
1. Χελιδόνι
Συνών.
τσίνα :2
2. Πετροχελίδονο