ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρταχτζίνα (ουσ. θηλ.) παρταχτζι̂́να [partaxˈdzɯna] Φλογ. παρταχτζίνα [partaxˈdzina] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bardakçın, bardakçıl = είδος πουλιού που φτιάχνει την φωλιά σε σχήμα ποτηριού σε δέντρα ή σε πέτρινες κοιλότητες (THADS 2, λ. bardakçıl, bardakçın).
1. Χελιδόνι Συνών. τσίνα :2
2. Πετροχελίδονο