παρωτίτσι
(ουσ. ουδ.)
παρ’τίσ̑’
[parˈtiʃ]
Σινασσ.
Πληθ.
παρωτίσ̑α
[paroˈtiʃa]
Ανακ.
Από το ουσ. παρώτι και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσι.
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025