πάσι
(ουσ. ουδ.)
π͑άσι
[ˈpʰaʃi]
Φάρασ.
πάσ'
[pas]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. pas = σκουριά. Η λ. Πόντ.
Σκουριά
ό.π.τ.