πάσι
(ουσ. ουδ.)
π͑άσι
[ˈpʰaʃi]
Φάρασ.
πάσ'
[pas]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. pas = σκουριά.
Σκουριά
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025