παρτσείκκο
(επίρρ.)
παρτσ̑είκκο
[par'tʃiko]
Φάρασ.
παρ'τζ̑είκκο
[par'dʒiko]
Φάρασ.
Από το επίρρ. παρτσ̑εί (< μεσν. παρέκει < μεταγν. παρεκεῖ = εκεί κοντά) με αποβολή του [e] και την προσθήκη του υποκορ. επίθμ. -ίκκο.
Λίγο εκεί κοντά
:
Πο παρτσ̑είκο
(λίγο εκεί κοντά σε αυτό το μέρος)
Φάρασ.
-Dawk.