ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρπαρετίζω (ρ.) Αόρ. παρπαρέτ’σαν [parpaˈretsan] Αξ. Από τον αόρ. pır pır etti της τουρκ. φρ. pır pır etmek = τρεμοσβήνω, ενθουσιάζομαι, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Λάμπω, ακτινοβολώ Αξ. : Τράν’σαν ένα π'σίκα, ούλα αλτίνια παρπαρέτ’σαν (είδαν μιά γάτα, έλαμπε σαν (να ήταν) όλο χρυσάφια) Αξ. -Dawk. Συνών. γουμπίζω, παρλαντίζω, σαφτίζω