παρπαρετίζω
(ρ.)
Αόρ.
παρπαρέτ’σαν
[parpaˈretsan]
Αξ.
Από τον αόρ. pır pır etti της τουρκ. φρ. pır pır etmek = τρεμοσβήνω, ενθουσιάζομαι, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Λάμπω, ακτινοβολώ
Αξ.
:
Τράν’σαν ένα π'σίκα, ούλα αλτίνια παρπαρέτ’σαν
(είδαν μιά γάτα, έλαμπε σαν (να ήταν) όλο χρυσάφια)
Αξ.
-Dawk.
Συνών.
γουμπίζω, παρλαντίζω, σαφτίζω