ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρτσά (ουσ. ουδ.) παρτσ̑ά [par'tʃa] Αξ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φλογ. Αρσ. π͑αρτσ̑άς [pʰar'tʃas] Φάρασ. Πληθ. π͑αρτσάδια [parʹtsaðʝa] Φλογ. π͑αρτσ̑άγια [pʰar'tʃaʝa] Αξ. παρτσ̑άιγια [par'tʃaiʝa] Αξ. παρτσ̑άρια [parˈtʃarʝa] Αραβαν. πουρτσ̑ίμια [pur'tʃimɲa] Φλογ. Μεσν. ουσ. παρτζά(ς) = κουρέλι(;), το οπ. από το τουρκ. ουσ. parça = α) κομμάτι β) απόσπασμα γ) μερίδα.
1. Κομμάτι ό.π.τ. : Ένα παρτσ̑ά τσ̑υρί (Ένα κομμάτι τυρί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ύστερα τράν'σανε, σο qουργούρι τ' εχ̇' ένα παρτσ̑ά μήλο (μετά είδαν στον λαιμό της, έχει ένα κομμάτι μήλο) Σίλατ. -Dawk. Πσ̑άσεν το ασλάν ας τ’ ορταλίχ· bοίκεν ντο dύο παρτσ̑άιγια (άρπαξε το λιοντάρι από την μέση· το έσκισε σε δύο κομμάτια) Αξ. -Dawk. Έdεσαν τα ερυό τετέρες, γοσ̑τούρ'σαν τα σα βορντώνια κι έσ̑κισαν τα σ' ερυό παρτσ̑άρια (Έδεσαν τις δύο θείες στα μουλάρια, τα έβαλαν να τρέξουν και τις έσκισαν σε δύο κομμάτια) Αραβαν. -Φωστ. Έγεινε πουρτσ̑ίμια (Έγινε θρύψαλα) Φλογ. -Dawk. || Φρ. Να φας τα π͑αρτσάδια σ' (Να φας τα κομμάτια σου˙ αρά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Ως επίρρ., με αναδιπλ., λίγο λίγο, κομματιαστά, με δυσκολία Μισθ. : Παίρου σολούχ' μπιάρτσ̑α μπιάρτσ̑α (Παίρνω γρήγορες αναπνοές) Μισθ. -Κοτσαν.