πάρτσα
(ουσ. θηλ.)
π͑άρτσ̑α
[pʰarˈtʃa]
Ανακ.
Από το ουσ. πάρτσι και το μεγεθ. επίθμ. -α.
Μεγάλο πάρτσι, μεγάλο πήλινο κανάτι
Ανακ.