παρόλα
(ουσ. θηλ.)
παρόλα
[paˈrola]
Ανακ.
Τουρκ. parola = σύνθημα, αναγνωριστικό σημάδι, υπόσχεση (< ιταλ. parola =λέξη). Πβ. νεότ. ουσ. παρόλα = λόγος, υπόσχεση (Mackridge 2021: 46).
Είδος νυφιάτικου δαχτυλιδιού
Ανακ.