παρλατιρντίζω
(ρ.)
παρλατιρντίζω
[parlatirˈdizo]
Μαλακ.
Παρατατ.
παρλατούρτανα
[parlaˈturtana]
Σινασσ.
παρλατίρ’σα
[parlaˈtirsa]
Μαλακ.
Από το ρ. τύπ. parladırdı του τουρκ. ρ. parladırmak με παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Μτβ., στιλβώνω κάτι
Μαλακ.
2. Αμτβ., λαμποκοπώ
Σινασσ.