παριντίζω
(ρ.)
παρι̂ντι̂́ζω
[parɯˈdɯzo]
Σινασσ.
παρι̂dώ
[parɯˈdo]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ρ. barınmak = α) προστατεύομαι, καλύπτομαι β) βολεύομαι, πορεύομαι, διάγω.
Πορεύομαι, τα βγάζω πέρα
ό.π.τ.
:
Μ’ ένα χτήνο παρι̂ντά
(Με μιά αγελάδα πορεύεται)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
γκετσιντίζω