παρεκεί
(επίρρ.)
παρέκει
[paˈreci]
Φάρασ.
παρ’τσ̑εί
[parˈtʃi]
Φάρασ.
παρ’τζ̑εί
[parˈdʒi]
Φάρασ.
μπαρ’τσ̑εί
[barˈtʃi]
Φάρασ.
Από το πρώιμ. μεσν. επίρρ. παρεκεῖ.
1. Παρακεί, παρέκει, πιο εκεί
:
Είδεν αdζεί παρέκει α μέγα ξύ’ο
(είδε εκεί παρακεί ένα μεγάλο ξύλο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήρτε τζ’ αωπός κονdά του, στάθη παρέκει
(ήρθε και η αλεπού κοντά του, στάθηκε παρέκει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Θωρεί τα τζ̑αι το στζ̑υλί 'πό παρτσ̑εί
(Tα βλέπει και το σκυλί από πιο πέρα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
παρακατίκκο
2. Μτφ., επιπλέον, πιο πέρα
:
Άφ' παρ'τζ̑εί πώς 'πεμένει;
(Πιο πέρα απ' αυτό τι άλλο μένει να συμβεί;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.