ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρεκεί (επίρρ.) παρέκει [paˈreci] Φάρασ. παρτσ̑εί [parˈtʃi] Φάρασ. παρτζ̑εί [parˈdʒi] Φάρασ. Από το πρώιμ. μεσν. επίρρ. παρεκεῖ.
1. Παρακεί, παρέκει, πιο εκεί : Είδεν ατζεί παρέκει α μέγα ξύ’ο (είδε εκεί παρακεί ένα μεγάλο ξύλο) Φάρασ. -Dawk. Ήρτε τζ’ αωπός κονdά του, στάθη παρέκει (ήρθε και η αλεπού κοντά του, στάθηκε παρέκει) Φάρασ. -Παπαδ. Θωρεί τα τζ̑αι το στζ̑υλί 'πό παρτσ̑εί (Tα βλέπει και το σκυλί από πιο πέρα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ήρτα τζ̑αι 'γώ πο παρτζ̑εί τον τόπα (Πήγα κι εγώ προς εκείνο τον τόπο) Φάρασ. -Dawk. Συνών. παρακατίκκο
2. Μτφ., επιπλέον, πιο πέρα : Άφ' παρ'τζ̑εί πώς 'πεμένει; (Πιο πέρα απ' αυτό τι άλλο μένει να συμβεί;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
Τροποποιήθηκε: 16/08/2025