ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρεκεί (επίρρ.) παρέκει [paˈreci] Φάρασ. παρ’τσ̑εί [parˈtʃi] Φάρασ. παρ’τζ̑εί [parˈdʒi] Φάρασ. μπαρ’τσ̑εί [barˈtʃi] Φάρασ. Από το πρώιμ. μεσν. επίρρ. παρεκεῖ.
1. Παρακεί, παρέκει, πιο εκεί : Είδεν αdζεί παρέκει α μέγα ξύ’ο (είδε εκεί παρακεί ένα μεγάλο ξύλο) Φάρασ. -Dawk. Ήρτε τζ’ αωπός κονdά του, στάθη παρέκει (ήρθε και η αλεπού κοντά του, στάθηκε παρέκει) Φάρασ. -Παπαδ. Θωρεί τα τζ̑αι το στζ̑υλί 'πό παρτσ̑εί (Tα βλέπει και το σκυλί από πιο πέρα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. παρακατίκκο
2. Μτφ., επιπλέον, πιο πέρα : Άφ' παρ'τζ̑εί πώς 'πεμένει; (Πιο πέρα απ' αυτό τι άλλο μένει να συμβεί;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.