παρατσικνώνω
(ρ.)
παρατσ̑ικνώνω
[paratʃiˈknono]
Αξ.
Μτχ.
παρατσ̑ικνωμένο
[paratʃiknoˈmeno]
Αξ.
Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. τσικνώνω.
1. Νιώθω μελαγχολία
Αξ.
2. Η μτχ., περιφρονημένος
Αξ.