εριντίζω
(ρ.)
εριdίζω
[eriˈdizo]
Αραβαν.
εριdώ
[eriˈdo]
Σίλ., Φλογ.
εριdού
[eriˈdu]
Ουλαγ.
γεριdίζου
[ʝeriˈdizu]
Αραβαν., Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. erimek (αόρ. eridi) = α) λιώνω β) λιώνω από στενοχώρια.
1. Αμτβ., λιώνω
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
:
Ήφεραν χεκίμια, το κορίσ̑' ήφεραν ντο λίγο σα καλά τ' άμ-μα τσ̑ι να το π'κείς; Μέρα μι το μέρα σον το κερί ερίdιζε
(Έφεραν γιατρούς, το κορίτσι το έφεραν λίγο τα καλά του αλλά τι να το κάνεις; Μέρα με την μέρα έλιωνε σαν το κερί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
To κ͑ίλι, μιαν μπέτρα ουρανί, εριdζ̑ινόσ'κι χαρανί μέσα
(Το κίλι, μιά πέτρα θαλασσιά, έλιωνε μέσα στο καζάνι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εριdούν τα σ̑όνια και αχτούν τα νερά
(Λιώνουν τα χιόνια και τρέχουν τα νερά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Μη να εριdίεις
(Να μη λυώσεις˙ αρά· να μην λυώσει το πτώμα σου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Μελαγχολώ, στενοχωριέμαι
Μισθ.