ερκεντανός
(επίθ.)
ερκενdανού
[ercendaˈnu]
Μισθ.
Από το επίρρ. ερκεντέν, όπου και τύπ. έρκενdα, και το παραγωγ. επίθμ. -ανὀς.
Αυριανός