ερκεντούτσικα
(επίρρ.)
ερκενdούτσ̑ικα
[erkenˈdutʃika]
Φλογ.
ερκενdούσ̑κα
[ercenˈduʃka]
Αξ.
Από το επίρρ. έρκεντεν, όπου και τύπ. έρκενdε, και το επιτατ. επίθμ. -%iούτσικα.