ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εσάσι (ουσ. ουδ.) εσάσι [eˈsasi] Σίλ. εσάχι [eˈsaçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. esas = α) βάση, θεμέλιο β) αληθής κατάσταση γ) ουσία, μεμπτουσία, βασική ουσία.
Αλήθεια ό.π.τ. : Τούτουσε τζιπ ρε λαεί εσάσι (Aυτός δεν λέει καθόλου αλήθεια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Εσάχι τσ̑ό 'ν' (Δεν είναι αλήθεια) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. αλήθεια, αληθιώτικος, ορθάδα, ορθός, ορθούτσικος