εσκιλί
(επίθ.)
εσ̑κιλί
[eʃciˈli]
Φάρασ.
εσ̑κιλούς
[eʃciˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. ekşili= ξινός, όπου και διαλεκτ. τύπ. eşkili.
Ξινός
Συνών.
όξινος