ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ετράφι (ουσ. ουδ.) ετράφι [eˈtrafi] Φλογ. ετράφ' [eˈtraf] Μαλακ., Τροχ., Φλογ. Νεότ. ουσ. ἐτράφι (Mackridge 2021: 111), το οπ. από το τουρκ. ουσ. etraf (< πληθ. του αραβ. ουσ. taraf) = α) περιβάλλον β) περίχωρα, πέριξ γ) επίρρ. γύρω. Πβ. ταράφι
1. Αυτό που βρίσκεται γύρω γύρω ό.π.τ. : Σου ετράφι τ' (Γύρω του) Μαλακ. -Τζιούτζ. Τ’ αχαλί καθούτον σο ετράφι τ' (Ο κόσμος καθόταν γύρω της) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 qουγιουδιού το ετράφ' ούλλο καλά καλά φουρκαλεί το (Το φιλιατρό του πηγαδιού το σκουπίζει όλο καλά καλά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ό,τι κείνdαι στο ετράφ' μας (Ό,τι βρίσκεται γύρω μας) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554
2. Ως ουσ., είδος μαντηλιού Φλογ. : Το ετράφι τ’ με τα πούλια και φισ̑έκια ραμμένο (Το μαντήλι ραμμένο με τα διακοσμητικά ελάσματα και τα γυάλινα καλυκόσχημα διακοσμητικά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361