ετράφι
(ουσ. ουδ.)
ετράφι
[eˈtrafi]
Φλογ.
ετράφ'
[eˈtraf]
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. ἐτράφι (Mackridge 2021: 111), το οπ. από το τουρκ. ουσ. etraf (< πληθ. του αραβ. ουσ. taraf) = α) περιβάλλον β) περίχωρα, πέριξ γ) επίρρ. γύρω.
Πβ.
ταράφι
Περιθώριο, πλαίσιο, ούγια
ό.π.τ.
:
Σου ετράφι τ'
(Γύρω του)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τ’ αχαλί καθούτον σο ετράφι τ'
(Ο κόσμος καθόταν γύρω της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
qουγιουδιού το ετράφ' ούλλο καλά καλά φουρκαλεί το
(Το φιλιατρό του πηγαδιού το σκουπίζει όλο καλά καλά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σο κιφάλι τ΄ κούντανε ένα άλια, το ετράφι τ’ με τα πούλια και φισ̑έκια ραμμένο
(Στο κεφάλι της έρριχνε μια μαντήλα, η ούγια της ραμμένη με πούλιες και μεταλλικά ελάσματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ό,τι κείνdαι στο ετράφ' μας
(Ό,τι βρίσκεται γύρω μας)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025