ευκαίρωμα
(ουσ. ουδ.)
'φκαίρωμα
[ˈfceroma]
Γούρδ.
Νεότ. ουσ. εὐκαίρωμα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το μεσν. ρ. εὐκαιρώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Άδειασμα
Συνών.
κόνωμα :1