ευλογιά
(ουσ. θηλ.)
'βλοϊά
[vloiˈa]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
'βλογιά
[vloˈʝa]
Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ.
οβλογιά
[ovloˈʝa]
Σινασσ.
Πληθ.
ευλογιές
[evloˈjes]
Ποτάμ.
'βλογιές
[vloˈʝes]
Μισθ., Φλογ.
Αρχ. ουσ. εὐλογία = έπαινος, εγκώμιο (μεταγν. σημ. ‘ευλογία’). Ο τύπ. με συνίζηση νεότ. όπως και η σημ. 1, με ευφημισμό από την μεταγν. σημ.
1. Η λοιμώδης εξανθηματική ασθένεια ευλογιά
Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
:
Σίρες 'πόμ'ναν απ' τση 'βλοϊά
(Ουλές απέμειναν από την ευλογιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ευλογώ
β.
Οι πανάδες της λεχώνας
Μισθ.