ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευλογιά (ουσ. θηλ.) 'βλοϊά [vloiˈa] Μαλακ., Μισθ., Σίλ. 'βλογιά [vloˈʝa] Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ. οβλογιά [ovloˈʝa] Σινασσ. Πληθ. ευλογιές [evloˈjes] Ποτάμ. 'βλογιές [vloˈʝes] Μισθ., Φλογ. Αρχ. ουσ. εὐλογία = έπαινος, εγκώμιο (μεταγν. σημ. ‘ευλογία’). Ο τύπ. με συνίζηση νεότ. όπως και η σημ. 1, με ευφημισμό από την μεταγν. σημ.
1. Η λοιμώδης εξανθηματική ασθένεια ευλογιά Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ. : Σίρες 'πόμ'ναν απ' τση 'βλοϊά (Ουλές απέμειναν από την ευλογιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ευλογώ
2. Κατά πληθ., σπυριά, εξανθήματα Μισθ., Ποτάμ. Συνών. κοκκί, τσιμπάνι
β. Οι πανάδες της λεχώνας Μισθ.