εφνίζω
(ρ.)
εφνίζου
[eˈfnizu]
Μισθ.
Από το ουσ. έφνα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Εξατμίζομαι
Τροποποιήθηκε: 01/11/2024