έφνα
(ουσ. θηλ.)
έφνα
[ˈefna]
Μισθ., Ουλαγ.
έφνι
[ˈefni]
Φλογ.
Πιθ. από το ουσ. άχνα, πβ. άφνα Πόντ.
Άχνα, ανάσα, χνώτο
ό.π.τ.
:
Το έφνι τ' βρωμεί
(Το χνώτο του βρωμάει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το σπίτ' με το έφνι τ' έδισεν
(Το σπίτι με το χνώτο του ζεστάθηκε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361