ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εφτά (αριθμ.) εφτά [eˈfta] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσελτ., Φλογ. οφτά [oˈfta] Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Ποτάμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ. γεφτά [ʝeˈfta] Σίλ. Από το αρχ. αριθμτ. ἑπτά. Ο τύπ. εφτά, με ομαλή ανομ. επάλληλων κλειστών, ήδη μεσν. Ο τύπ. οφτά αναλογ. κατά το οχτώ.
1. Απόλυτο αριθμητικό, εφτά Καππ. : Απού αργάς ήρταν ντα εφτά τα αθρώπ' (Το βράδυ ήρθαν οι εφτά άνθρωποι) Σίλατ. -Dawk. Εφτά ουνουμάτ' τσ̑όδαν (Ήταν εφτά άτομα) Μισθ. -Κοτσαν. Ένα ντεϊμερντζ̑ής είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα (Ένας μυλωνάς είχε στο μύλο του ένα κοτέτσι και εφτά κότες στο κοτέσι) Ποτάμ. -Dawk. Απ' εμέ εφτά χρονώ μέγα (Είναι εφτά χρόνια μεγαλύτερη από μένα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ποίκα οφτά χρόνες μαργκάωσα (Έκανα εφτά χρόνους να τον μαλώνω) Φάρασ. -Grég. Στα οφτά χρόνες 'στέρου πήγε ο τζ̑υνογάρ', ηύρε τομ Μπροφήτη Ηλία σα σύννεφα 'πέσου (Ύστερα από εφτά χρόνια πήγε ο αετός και βρήκε τον Προφήτη Ηλία μέσα στα σύννεφα) Φάρασ. Ποίκανε οφτά ημέρες τζ̑αι οφτά νιέχτες γάμος (Kάνανε εφτά μέρες και εφτά νύχτες γάμο) Ποτάμ. -Dawk. Χέκαν ντου οφτά γκυλιγκήρ' (Του έβαλαν (στο πιάτο) εφτά γιουβαρλάκια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μπόριξα να λάσου εξ, οφτά στρέμμαδα (Μπορούσα να οργώσω έξι, εφτά στρέμματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Ότιζ λέ' τ' ορτόν ντου, γατιέζουν τα 'σ' τα οφτά χωρία (Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εφτά χωριά˙ αυτός που λέει την αλήθεια γίνεται δυσάρεστος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Σε συνεκφορά με το αριθμητικό εκατό, εφτακόσια : Είσ̑εν ο τεπεκόζης οφτά 'κατό πρόβατα (Είχε ο κύκλωπας εφτακόσια πρόβατα) Φάρασ. -Dawk.