εφτά
(αριθμ.)
εφτά
[eˈfta]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσελτ., Φλογ.
οφτά
[oˈfta]
Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Ποτάμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ.
γεφτά
[ʝeˈfta]
Σίλ.
Από το αρχ. αριθμτ. ἑπτά. Ο τύπ. εφτά, με ομαλή ανομ. επάλληλων κλειστών, ήδη μεσν. Ο τύπ. οφτά αναλογ. κατά το οχτώ.
1. Απόλυτο αριθμητικό, εφτά
Καππ.
:
Απού αργάς ήρταν ντα εφτά τα αθρώπ'
(Το βράδυ ήρθαν οι εφτά άνθρωποι)
Σίλατ.
-Dawk.
Εφτά ουνουμάτ' τσ̑όδαν
(Ήταν εφτά άτομα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα ντεϊμερντζ̑ής είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα
(Ένας μυλωνάς είχε στο μύλο του ένα κοτέτσι και εφτά κότες στο κοτέσι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Απ' εμέ εφτά χρονώ μέγα
(Είναι εφτά χρόνια μεγαλύτερη από μένα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ποίκα οφτά χρόνες μαργκάωσα
(Έκανα εφτά χρόνους να τον μαλώνω)
Φάρασ.
-Grég.
Στα οφτά χρόνες 'στέρου πήγε ο τζ̑υνογάρ', ηύρε τομ Μπροφήτη Ηλία σα σύννεφα 'πέσου
(Ύστερα από εφτά χρόνια πήγε ο αετός και βρήκε τον Προφήτη Ηλία μέσα στα σύννεφα)
Φάρασ.
Ποίκανε οφτά ημέρες τζ̑αι οφτά νιέχτες γάμος
(Kάνανε εφτά μέρες και εφτά νύχτες γάμο)
Ποτάμ.
-Dawk.
Χέκαν ντου οφτά γκυλιγκήρ'
(Του έβαλαν (στο πιάτο) εφτά γιουβαρλάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μπόριξα να λάσου εξ, οφτά στρέμμαδα
(Μπορούσα να οργώσω έξι, εφτά στρέμματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ότιζ λέ' τ' ορτόν ντου, γατιέζουν τα 'σ' τα οφτά χωρία
(Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εφτά χωριά˙ αυτός που λέει την αλήθεια γίνεται δυσάρεστος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Σε συνεκφορά με το αριθμητικό εκατό, εφτακόσια
:
Είσ̑εν ο τεπεκόζης οφτά 'κατό πρόβατα
(Είχε ο κύκλωπας εφτακόσια πρόβατα)
Φάρασ.
-Dawk.