ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έχω (ρ.) έχω [ˈexo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. έχου [ˈexu] Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. έω [ˈeo] Αραβαν., Ουλαγ. έου [ˈeu] Μισθ. Παρατατ. είχα [ˈixa] Αξ., Αραβαν., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. είχισκα [ˈiçiska] Φλογ. έχισκα [ˈeçiska] Ανακ., Αραβ., Τελμ., Τροχ. έισ̑κα [ˈeiʃka] Μπέηκ., Ουλαγ. έιξα [ˈeiksa] Μισθ. Αρχ. ρ ἔχω. Για τις σημ. 6 και 7 βλ. Τσολακίδης, Ράλλη & Μελισσαροπούλου (2016: 198-200) και CGMG: 1805), καθώς και χα (ΙΙΙ) το οπ. αποτελεί περαιτέρω γραμματικοποίηση του έχω στις σημ. αυτές.
1. Κατέχω με μόνιμη κτήση ή συνδέομαι με μόνιμη σχέση ό.π.τ. : Εγώ έχω ’να φσ̑άχ' (Εγώ έχω ένα παιδί) Τελμ. -Dawk. Συ τατάς τσ̑αι μάνα έσ̑'ς; (Εσύ πατέρα και μάνα έχεις;) Φάρασ. -Dawk. Το αναδότ' είχε τρία δόντια (Η τσουγκράνα είχε τρία δόντια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ντου κιριάς είχιν ένα γαζά βούτ'ρους (Το κρέας είχε πολύ λίπος) Μισθ. -Κοτσαν. Ντέπικα εΐξιν γκιουζελίμ κιοπρούτσ̑α (Η Δέσποινα είχε όμορφες βλεφαρίδες) -Κοτσαν. Ήτον ένα ναίκα γκΰζέλ, σαρΰδια μαλλιά έχισκε, μακριά (Ήταν μιά γυναίκα ωραία, είχε ξανθά μαλλιά, μακριά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Έχω φσ̑άχ' (Έχω παιδί˙ Είμαι έγκυος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Στόμα έχ̑' και γλώσσα ντεν έχ̑ (Στόμα έχει και γλώσσα δεν έχει˙ Για σιωπηλούς ανθρώπους) Φάρασ., Αξ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το σκόρδο έχ̑' πολλά ζ̑όνdζ̑α, το κρομμύ έχ̑' ένα μαναχό κιφάλ' (Το σκόρδο έχει πολλά δόντια (σκελίδες), το κρεμμύδι έχει ένα μοναχό κεφάλι˙ Για κάποιον που έχει συγγενείς σε σύγκριση με κάποιον ο οποίος δεν έχει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Και τα τσούχοζ̑ια έχουν αφτζ̑ά (Και οι τοίχοι έχουν αυτιά˙ Μια πληροφορία μπορεί να γίνει γνωστή ακόμη και σε περιβάλοντα που φαίνονται αξιόπιστα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Κατέχω με περιστασιακή (αλλοτριώσιμη) κτήση ό.π.τ. : Έχου πολλά παράϊα ογώ (Έχω πολλά λεφτά εγώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Εώ παράδια πολλά έχω (Εγώ έχω πολλά λεφτά) Φλογ. -Dawk. Έχω 'να σπίτ' με τρία μάτια (Έχω ένα σπίτι με τρία δωμάτια) Αξ. -Μαυροχ. Να φορώσου ρούχα ρεν έχου (Δεν έχω ρούχα να φορέσω) Σίλ. -Dawk. Φτενά ξ̑ύλα και μαλαχτά έχω πολλά (Έχω πολλά λεπτά ξύλα και κοπριές για προσάναμμα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'γώ νε κ'θάρι έχω νε άσ̑υρο (Εγώ δεν έχω ούτε κριθάρι ούτε άχυρο) Φάρασ. -Grég. Κάθε άθρωπος έχισ̑κεν το τόπο τ’ για τ’ αλώνι 'σ' σο σπίτι πίσω (Κάθε νοικοκυριό είχε το δικό του μέρος για το αλώνι πίσω από το σπίτι) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 Είσ̑ινι πουγά αλτούνα λίρις, είσ̑ινι τσιράχους (Είχε πολλές χρυσές λίρες, είχε υπηρέτες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Τ’ αλλουνού ντ’ του τερμπεντέρ ου βαβάς ντεν έχισ̑κεν νια (Του αλλουνού που ήταν φτωχός ο πατέρας δεν είχε λεφτά) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 || Φρ. Έχω το σο καργιά μ' (Το έχω στην καρδιά μου˙ Το θυμάμαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αν ντεν έχεις αυλή τ' άλογο τσ̑ι να το π'κείς; (Αν δεν έχεις αυλή το άλογο τί θα το κάνεις;˙ γι' αυτούς που ενώ δεν έχουν τα απαραίτητα επιδιώκουν πολυτέλειες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Κόσμος αν γκαεί εγώ σ̑η μέσ̑η τ' ένα σ̑έι ντεν έχω (Ο κόσμος να καεί εγώ μέσα του δεν έχω τίποτα˙ Αδιαφορία για την ξένη συμφορά) Φάρασ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
3. Βρίσκομαι σε μία κατάσταση ή βιώνω κάποιο συναίσθημα ό.π.τ. : Έχω ιλέτι (Είμαι ανάπηρος) Φάρασ. -Dawk. Αν έχ̇ισκες ένα πόθος, ένα βάρος, να περάσ’ (Αν είχες μιά ασθένεια, μιά στενοχώρια, θα περάσει) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντεν εχου ντόου χαβά μ’ (Δεν έχω διάθεση) Μισθ. -Κοτσαν. 'γώ έχω πολύ τάρτι (Εγώ έχω μεγάλη στεναχώρια) Φάρασ. -Dawk. Έχου φαϊdά (Έχω όφελος) Μισθ. -Κοτσαν. Αμάν, απ' τον πελεκάδι χαΐρι τζό 'χουμε (Αμάν από την Ελλάδα προκοπή δεν θα έχουμε) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 Μέερ πέσανε γαμπρός τσης Ν̑ίκος, είσ̑ι πολ̑ύ μεράχι (Όμως πέθανε ο γαμπρός της ο Νίκος, είχε μεγάλη στεναχώρια) Σίλ. -Καρίπ. Νταρά αν ειπούν «Aνέβα», αναβαίνου νταρά· ανάgη ντε έου (Τώρα αν πούνε «Aνέβα», ανεβαίνω τώρα· ανάγκη δεν έχω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Έχω καργιά (Έχω καρδιά˙ Θέλω, επιθυμώ) Αξ. -Μαυροχ. Ντεν έχου ντου βαχούτ' μ (Δεν έχω τον καιρό μου ˙ Είμαι αδιάθετος ) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. ο ξένος ανεστέναξε, και το πουλί εσπάσκην.
τζι έχεις; τζι έχεις, ω ξένο μου, και τι βαρύ αναστενάζεις;
(O ξένος αναστέναξε και το πουλί τρόμαξε
Τι έχεις; τι έχεις ξένε μου, και γιατί αναστενάζεις βαριά;)
Τελμ. -Lag.
4. Απρόσ., κατά γ΄ έν., υπάρχει Ανακ., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Πολλά πέτρες έσ̑' (Έχει-υπάρχουν πολλές πέτρες) Ανακ. -Cost. Σ’ τὄινα το μαγαρά είσ̑εν κατεβασίδε (Στη μία σπηλιά είχε σκαλοπάτια) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Σο Βαρασ̑ό είσ̑ε πουά κοσέρε (Στα Φάρασα είχε πολλούς τσαγκάρηδες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατσ̑εί σού ρουσού τη ρίζα είσ̑ινι ά μιτσίκου μαγαράς (Εκεί στην ρίζα του βουνού είχε μιά μικρή σπηλιά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Εκεί έχισκε τεκέ· έχισκε 40 καλόγερους, ντεβρίσα τα λέισκαν (Εκεί είχε τεκέ· είχε 40 καλογέρους, τους έλεγαν δερβίσηδες) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 || Ασμ. Παρακαλώ σε Παναγιά, προσκυνούμεν σε Θέ μου,
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' αναχτήρια 'ντάμα,
ν' ανοίξουμε Χριστού το θύρ' να ζιούμε μέσα τι έσ̑'
( Σε παρακαλώ Παναγιά, σε προσκυνούμε Θεέ μου,
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' ανοιχτήρια αντάμα,
ν' ανοίξουμε την πόρτα του Χριστού να δούμε μέσα τι έχει)
Μαλακ. -Παχτ.
5. Ως συνδετ. ρ., με κατηγορούμενο του αντικειμένου, θεωρώ, αντιμετωπίζω κ.α., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. : Σεν ντο παιdί μ' έχω σε (Σε έχω σαν παιδί μου) Φερτάκ. -Κρινόπ. Ατό τόν αγιασμό είχαν ντα αντί τσ̑οινωνία, σάμου ήτουνι αν κανείς στανιέρη, διτίνκαν τα νά πει λέικκου (Αυτόν τον αγιασμό τον είχαν σαν κοινωνία, όταν ήταν κάποιος άρρωστος του έδιναν λίγο για να γίνει καλά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Είχαν το τροπή να πάρουν το κορίτσι σο σπίτ’ ήθελαν αγόρι (το είχαν για ντροπή να πάρουν το κορίτσι στο σπίτι, ήθελαν αγόρι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τσίπ είχαν τα χαζίρα (Όλα τα είχαν έτοιμα) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Ν' έω το; (Τι το έχω;˙ Τι με νοιάζει;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Αυτόν παπά τον έχετε, παπά τον προσκυνάτε,
εψές ατός στο σπίτι μέγαν φόνον εποίκε
(Αυτόν που τον έχετε παπά, που τον προσκυνάτε σαν παπά,
αυτός χτες στο σπίτι του έκανε ένα μεγάλο φονικό)
Σινασσ. -Lag.
6. Ο παρατατ. σε δυνητικές περιφράσεις (+ να/μη + υποτακτ.) που δηλώνουν το δυνατό ή απραγματοποίητο στο παρελθόν Σίλ. : Τσιπ είχα νι να ειπείς, τροπιάσ̑κι άρτουπους (Καθόλου να μην το έλεγες, ντροπιάστηκε ο άνθρωπος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Χελ να πήι στσην 'κλησ̑ά, είσ̑’ να κουρασ̑εί ήτου (Κάθε που πήγαινε στην εκκλησία, θα κουραζόταν) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Άμα ρεν πήγα, είσ̑ μη τουν ναύρου (Αν δεν πήγαινα, δε θα τον έβρισκα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να μου τα ρώκεις, είσ̑' να τα πήρα ήτου (Αν μου τα έδινες θα τα έπαιρνα.) -Κωστ.Σ. Ότσ̑ι σ̑υ μη ήρτις, 'γώ είχα μη να νάρτου (Αν δεν ερχόσουν εσύ, δε θα ερχόμουν ούτε εγώ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. είμαι, θέλω, να, χα
7. Σε ρηματ. περιφράσεις με την παθ. μτχ., δήλωση Υπερσυντελίκου Αξ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ. : Τζας ήρτες συ κοντά μου, το νερό 'σ' την αγγουρένα 'γω είχα τα κοπμένο (Όταν ήρθες εσύ κοντά μου, εγώ είχα κόψει το νερό από το μποστάνι) Φάρασ. -Αναστασ. Ένι α Μαρκάλ'τσα, είσ̑εν το φούρνον απμένον τζ̑αι φρουκαλένκεν τα μο τα βυζία τ’ς! (Ήταν μιά μάγισσα που είχε ανάψει το φούρνο και τον σκούπιζε με τα βυζιά της! ) Σατ. -Παπαδ. Είσ̑ις τα μι κλεψημένα; (Μου τα είχες κλέψει;) Σίλ. -Dawk. Είχα τα ζηρμονημένου (Το είχα ξεχάσει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα είχεν χαμένα τα μπαιdιά μεγάλωσαν (Τα παιδιά που είχε χάσει μεγάλωσαν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
β. Σε ρηματ. περιφράσεις με την παθ. μτχ., δήλωση καταστασιακού Παρακειμένου Ουλαγ., Φάρασ. : Ισύ έεις ένα φσ̑άχ' χανημένο (Εσύ έχεις χάσει ένα παιδί ) Ουλαγ. -Κεσ. Ατό τον ντόπα 'πο πέρτσι έχω τα νασμένο (Αυτό το χωράφι το έχω οργώσει από πέρσι ) Φάρασ. -Αναστασ. Μερικοί με έλεγαν "Κυρά μ', γιατί έχεις τα παιδιά δεμένα έτσι;". Κι εγώ τα ήλεγα «Γιατί τα έχω ζεμένα; Εσείτ' έχετε τα λίρε σας στα μέσα σας ζεμένα, κι εγώ έχω τα παιδιά μ' ζεμένα στα μέσα μου'» Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
γ. Σε ρηματ. περιφράσεις με την παθ. μτχ., δήλωση Συντελεσμένου Μέλλοντα Φάρασ. : Σώστου να νάρτεις, 'γώ 'άν’dα νά 'χω πλερωμένα τον ντόπο (Ώσπου να έρθεις, εγώ θα το έχω τελειώσει το χωράφι ) Φάρασ. -Αναστασ.