ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εχτισάμ (ουσ. θηλ.) εχτισ̑άμ [extiˈʃam] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. ihtişam = δόξα, φήμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. ehtişam.
Υπόληψη, φήμη ό.π.τ. : || Ασμ. Τρία αρχόνdοι καθούτσανε 'ς ένα ψηλό τραπέζι
Άλλος καυχιότουν τ' άσπρα του κι άλλος την εχτισ̑άμ' τ'
Καυχιότανε κι ο Σταυριανός, παίνευε την καλή του
(Τρεις άρχοντες καθόντουσαν σ' ένα ψηλό τραπέζι
Άλλος καυχιόταν τα λεφτά του κι άλλος την φήμη του
Καυχιότανε κι ο Σταυριανός, παίνευε την γυναίκα του)
Μαλακ. -Παχτ.
Συνών. νάμι, όνομα