εχτισάμ
(ουσ. θηλ.)
εχτισ̑άμ
[extiˈʃam]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. ihtişam = δόξα, φήμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. ehtişam.
Υπόληψη, φήμη
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Τρία αρχόνdοι καθούτσανε 'ς ένα ψηλό τραπέζι
Άλλος καυχιότουν τ' άσπρα του κι άλλος την εχτισ̑άμ' τ'
Καυχιότανε κι ο Σταυριανός, παίνευε την καλή του (Τρεις άρχοντες καθόντουσαν σ' ένα ψηλό τραπέζι
Άλλος καυχιόταν τα λεφτά του κι άλλος την φήμη του
Καυχιότανε κι ο Σταυριανός, παίνευε την γυναίκα του) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. νάμι, όνομα
Άλλος καυχιότουν τ' άσπρα του κι άλλος την εχτισ̑άμ' τ'
Καυχιότανε κι ο Σταυριανός, παίνευε την καλή του (Τρεις άρχοντες καθόντουσαν σ' ένα ψηλό τραπέζι
Άλλος καυχιόταν τα λεφτά του κι άλλος την φήμη του
Καυχιότανε κι ο Σταυριανός, παίνευε την γυναίκα του) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. νάμι, όνομα