εφτάμηνος
(επίθ.)
εφτάμηνο
[eˈftamino]
Αραβαν.
εφτάμηνου
[eˈftaminu]
Γούρδ.
Μεταγν. επίθ. ἑπτάμηνος
Αυτός που έχει ηλικία εφτά μηνών, εφταμηνίτικος
ό.π.τ.