ευχέλαιμα
(ουσ. ουδ.)
ευγέλαιμα
[eˈvʝelema]
Φάρασ.
ευσ̑έλαιμα
[efˈʃelema]
Φάρασ.
Από το ουσ. ευχέλαιο με αναλογ. επίδρ. των ρηματ. ουσ. σε -μα.
Ευχέλαιο
Φάρασ.
:
Τρέχαμε σον παπά να κάνει ευγέλαιμα να τ' αναπάψει ο Θος
(Τρέχαμε στον παπά να κάνει ευχέλαιο να αναπαύσει ο Θεός την ψυχή του)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
ευχέλαιο