ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευχέλαιμα (ουσ. ουδ.) ευγέλαιμα [eˈvʝelema] Φάρασ. ευσ̑έλαιμα [efˈʃelema] Φάρασ. Από το ουσ. ευχέλαιο με αναλογ. επίδρ. των ρηματ. ουσ. σε -μα.
Ευχέλαιο Φάρασ. : Τρέχαμε σον παπά να κάνει ευγέλαιμα να τ' αναπάψει ο Θος (Τρέχαμε στον παπά να κάνει ευχέλαιο να αναπαύσει ο Θεός την ψυχή του) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. ευχέλαιο