ευλογητός
(επίθ.)
'βλογητός
[vloʝiˈtos]
Μισθ.
Μεταγν. επίθ. εὐλογητός. Η λ. από την λόγ. εκκλησιαστ. παράδ.
Ευλογημένος
:
Βλογητός ο Χεός
(Ευλογητός ο θεός)
Μισθ.
-Κοτσαν.