ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευλόγηση (ουσ. θηλ.) 'βλόγηση [ˈvloʝisi] Σίλατ. 'βλόηση [ˈvloisi] Ανακ. 'βλόγησ' [ˈvloʝis] Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. εὐλόγησις = ευλογία ιερατική, και ειδικότ., γάμος. Πβ. Πανάρ. 70.8 «ἐγένετο εὐλόγησις αὐτῆς μετὰ τοῦ βασιλέως».
Η τελετή του γάμου ό.π.τ. : || Ασμ. Την νύμφην μου την πήρανε και 'ς τη 'βλόγηση την πήγανε (Τη νεόνυμφη γυναίκα μου την πήρανε και την πήγανε σε γάμο) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ. Συνών. γάμος, στέφανα, χαρά :2