εύκαιρα
(επίρρ.)
όφκιρα
[ˈofcira]
Μαλακ., Φλογ.
γεύκαιρα
[ˈʝefcera]
Σίλ.
Μεσν. επίρρ. εὔκαιρα, όπου και νεότ. τύπ. ὄφκαιρα.
1. Άσκοπα
Φλογ.
:
Όφκιρα όφκιρα τέλεται
(Περιφέρεται άσκοπα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Aνόητα
Σίλ.