ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εύκαιρα (επίρρ.) όφκιρα [ˈofcira] Μαλακ., Φλογ. γεύκαιρα [ˈʝefcera] Σίλ. Μεσν. επίρρ. εὔκαιρα, όπου και νεότ. τύπ. ὄφκαιρα.
1. Άσκοπα Φλογ. : Όφκιρα όφκιρα τέλεται (Περιφέρεται άσκοπα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Aνόητα Σίλ.
Τροποποιήθηκε: 28/05/2025