εύκαιρα
(επίρρ.)
όφκιρα
[ˈofcira]
Φλογ.
γεύκαιρα
[ˈʝefcera]
Σίλ.
Μεσν. επίρρ. εὔκαιρα, όπου και νεότ. τύπ. ὄφκαιρα.
2. Aνόητα
Σίλ.