εσράρι
(ουσ. ουδ.)
εσράρι
[esˈrari]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. esrar = χασίς, όπιο.
Χασίς, όπιο
:
Έπγι εσράρι, καλός άρτουπους ρέ 'ναι
(Κάπνισε όπιο, καλός άνθρωπος δεν είναι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
χασχάσι