ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασχάσι (ουσ. ουδ.) χασ̑χάσ̑ι [xaʃˈxaʃi] Σίλ., Φάρασ. χασ̑χάσ̑' [xaʃˈxaʃ] Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. χασχάσιν (σε μεσν. ιατροσόφια και σε ν.ε. διαλεκτ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. haşhaş (< αραβ.) = παπαρούνα (μήκων η υπνοφόρος).
1. Παπαρούνα Φάρασ.
2. Χασίς ή όπιο, ναρκωτικό/υπνωτικό παρασκευαζόμενο από σπόρους ή χυμό παπαρούνας ό.π.τ. Συνών. εσράρι