χασχάσι
(ουσ. ουδ.)
χασ̑χάσ̑ι
[xaʃˈxaʃi]
Σίλ., Φάρασ.
χασ̑χάσ̑'
[xaʃˈxaʃ]
Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. χασχάσιν (σε μεσν. ιατροσόφια και σε ν.ε. διαλεκτ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. haşhaş (< αραβ.) = παπαρούνα (μήκων η υπνοφόρος).
1. Παπαρούνα
Φάρασ.
2. Χασίς ή όπιο, ναρκωτικό/υπνωτικό παρασκευαζόμενο από σπόρους ή χυμό παπαρούνας
ό.π.τ.
Συνών.
εσράρι