ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χασταλαντίζω (ρ.) χασταλαdι̂́ζω [xastalaˈdɯzo] Αξ., Σεμέντρ. χασταλανdίζου [xastalanˈdizu] Μισθ. χασταλαdώ [xastalaˈdo] Ανακ., Δίλ., Σίλ. χασταλανdού [xastalanˈdu] Ουλαγ. Αόρ. χασταλάνσα [xastaˈlansa] Ουλαγ. χασταλάτ'σα [xastaˈlatsa] Φλογ. χασταλάdζησα [xastaˈladzisa] Σίλ. Παθ. Αόρ. χαστάσ'κα [xaˈstaska] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. hastalanmak = α) αρρωσταίνω β) είμαι άρρωστος.
Αρρωσταίνω, είμαι άρρωστος ό.π.τ. : Εκού το χαϊβάν χασταλάνσε (Εκείνο το ζώο έπεσε άρρωστο) Ουλαγ. -Dawk. Τ' βασ̑ιλιού το παιγί ασ' το σεβdά τ' χασταλανdίζ̑' (Του βασιλιά το παιδί από την αγάπη του αρρωσταίνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Iκειού Πόλης βασ̑ιλιός χασταλάτ'σε, κανείς 'εκίμης δε μπόρ'σεν να το ποίκ' καλά (Εκείνος ο βασιλιάς της Πόλης αρρώστησε, κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να τον κάνει καλά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Απ’ ψυ’ή τ’ ντο σικ̇ί χασταλάν’σε (Από στενοχώρια της ψυχής του αρρώστησε) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. αρρωστεύω, αστεναριάζω, αστεναρλαντίζω, αστενώ