χασταλαντίζω
(ρ.)
χασταλαdι̂́ζω
[xastalaˈdɯzo]
Αξ., Σεμέντρ.
χασταλανdίζου
[xastalanˈdizu]
Μισθ.
χασταλαdώ
[xastalaˈdo]
Ανακ., Δίλ., Σίλ.
χασταλανdού
[xastalanˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
χασταλάνσα
[xastaˈlansa]
Ουλαγ.
χασταλάτ'σα
[xastaˈlatsa]
Φλογ.
χασταλάdζησα
[xastaˈladzisa]
Σίλ.
Παθ. Αόρ.
χαστάσ'κα
[xaˈstaska]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. hastalanmak = α) αρρωσταίνω β) είμαι άρρωστος.
Αρρωσταίνω, είμαι άρρωστος
ό.π.τ.
:
Εκού το χαϊβάν χασταλάνσε
(Εκείνο το ζώο έπεσε άρρωστο)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τ' βασ̑ιλιού το παιγί ασ' το σεβdά τ' χασταλανdίζ̑'
(Του βασιλιά το παιδί από την αγάπη του αρρωσταίνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Iκειού Πόλης βασ̑ιλιός χασταλάτ'σε, κανείς 'εκίμης δε μπόρ'σεν να το ποίκ' καλά
(Εκείνος ο βασιλιάς της Πόλης αρρώστησε, κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να τον κάνει καλά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Απ’ ψυ’ή τ’ ντο σικ̇ί χασταλάν’σε
(Από στενοχώρια της ψυχής του αρρώστησε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
αρρωστεύω, αστεναριάζω, αστεναρλαντίζω, αστενώ