ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστεναριάζω (ρ.) αστεναριάζω [astenaˈrʝazo] Μαλακ. Αόρ. αστενάριάσα [asteˈnarʝasa] Φλογ. αστεναριάσα [astenaˈrʝasa] Μαλακ. Από το ουσ. αστενάρης και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Αρρωσταίνω, ασθενώ ό.π.τ. : Τ' εσέτερ' χεριφιού τ' όργο τ' καλά δεν πήεν, αστενάριασεν, πέθανεν (Του αντρός σου οι δουλειές καλά δεν πήγαν, αρρώστησε, πέθανε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αρρωστεύω, αστεναρλαντίζω, αστενώ, χασταλαντίζω